σφραγίζω

σφραγίζω
σφρᾱγ-ίζω, [dialect] Ion. [full] σφρηγίζω,
A close or enclose with a seal, σφραγίζεις λύεις τ' ὀπίσω . . πεύκην ( = δέλτον) E.IA38 (anap.);

ταβέλλας PHamb. 29.23

(i A.D.);

τὸ σιτάριον BGU249.21

(i A.D.):—[voice] Med.,

τὸν θησαυρόν PAmh.2.41.7

(ii B.C.);

μόνη δὲ κλῇθρ' ἐγὼ σφραγίζομαι E.Fr.781.10

;

-ισάμενος τὸν ναὸν ἐκέλευσε σφραγίσαι τῷ τοῦ βασιλέως δακτυλίῳ LXX Bel.14

; [

τὸ ταμιεῖον] -ισάμενος εἴσω τὸν δακτύλιον διὰ τῆς ὀπῆς ἐρρίπτει D.L.4.59

; δεῖγμα σφραγισάσθω let him seal up with his seal a sample (of the corn), PHib.1.39.15 (iii B.C.):—[voice] Pass.,

ἐν ᾧ [δώματι] κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος A.Eu.828

;

ἐσφράγισται ἐν τοῖς θησαυροῖς μου LXX De.32.34

; οὐ δύναμαι ἀναγνῶναι [τὸ βιβλίον]· ἐσφράγισται γάρ ib.Is.29.11;

θυλάκιον ἐσφραγισμένον PCair.Zen.69.6

(iii B.C.);

ἐσφραγίσθη γῇ λευκῇ POxy.929.13

(ii/iii A.D.).
2 authenticate a document with a seal, IG9(1).61.78,95 (Daulis, ii B.C.):—[voice] Med., ib. 61.41; ἵνα μὴ κυριεύσας (sc. τῆς σφραγῖδος)

κοινὴν ἐπιστολὴν κατὰ πάντων γράψας σφραγίσηται αὐτῇ τῇ σφραγῖδι PHib.1.72.19

(iii B.C.);

ἐξαποστεῖλαι εἰς Ῥόδον τοῦδε τοῦ ψηφίσματος ἀντίγραφον, σφραγισαμένους τῇ δημοσίᾳ σφραγῖδι IG12(5).833.14

(Tenos, ii B.C.), cf. 835.31, al., 11(4).1065b28 (Delos(?), ii B.C.);

τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον LXX Je.39(32).11

;

τὴν παρὰ τοῦ βασιλέως διὰ τῆς θυρίδος ἐσφραγισμένην . . <ἔντευξιν> UPZ53.5

(ii B.C.).
3 certify an object after examination by attaching a seal (cf. Hdt.2.38),

μέτροις . . ἐξητασμένοις καὶ ἐσφραγισμένοις ὑπὸ τοῦ οἰκονόμου PRev.Laws 25.10

(iii B.C.); ἐπεθεώρησα μόσχον ἕνα . . καὶ δοκιμάσας ἐσφράγισα ὡς ἔστιν καθαρός Wilcken Chr.89.5 (ii A.D.); cf.

σφραγίς 11.1

.
4 [voice] Med., seal an article to show that it is pledged, ἐγγύην ς. Plu.Pomp. 5, Arr.Epict.2.13.7: abs., make an impression with a seal for any purpose,

καθάπερ οἱ σφραγιζόμενοι τοῖς δακτυλίοις Arist.Mem.450a32

.
II metaph. senses:
1 close up as if with a seal, in [voice] Pass., ἐσφραγισμένην ἀκριβῶς οὐλήν a fully closed cicatrix, Gal.12.215:— [voice] Med., οὓς . . ἀφθόγγων στομάτων σφρηγίσσατο δεσμῷ, i.e. made them mute, Nonn.D.26.261.
2 accredit as an envoy, etc., τινα Ev.Jo. 6.27:—[voice] Med.,

ὁ χρίσας ἡμᾶς θεός, καὶ -ισάμενος ἡμᾶς 2 Ep.Cor.1.22

.
3 set a seal of approval upon, confirm, AP9.236 (Loll.);

σ. ὅτι . . Ev.Jo.3.33

:—freq. in [voice] Med.,

σ. ποιητικαῖς φωναῖς S.E.M.1.271

; σ. αὐτοῖς τὸν καρπόν assure them of it, Ep.Rom.15.28.
4 generally, mark, ψάμμος . . νῶτον οὐκ ἐσφράγισεν the sand never marked his back, i.e. he never fell in the sand, APl.3.25 (Phil.); δεινοῖς . . σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, of wounded persons, E.IT1372; σφραγιζομένη γελασίνοις marked with dimples, AP5.34 (Rufin.);

καμήλους ἐσφραγισμένας εἰς τὸν δεξιὸν μηρὸν νῦ καὶ ἦτα BGU87.12

,26 (ii A.D.).
5 set an end or limit to,

σφραγίσαι ἁμαρτίας Thd.Da. 9.24

(

σπανίσαι LXX

):—[voice] Med.,

Ῥώμην ἀνερχομένῳ σφράγισαι ἠελίῳ AP 9.297

(Antip.); πάντα δι' ἀλλήλων ὁ πολὺς σφραγίζεται αἰών, i.e. the death of one creature is the birth of another, Archelaus ap.Antig. Mir.89.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφραγίζω — σφραγίζω, σφράγισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφραγίζω — σφρᾱγίζω , σφραγίζω close pres subj act 1st sg σφρᾱγίζω , σφραγίζω close pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α …   Dictionary of Greek

  • σφραγίζω — σφράγισα, σφραγίστηκα, σφραγισμένος 1. βάζω πάνω σε κάτι τη σφραγίδα: Σφράγισε το γραμματόσημο. – Σφράγισαν τα κρέατα οι υγειονομικές αρχές. 2. κλείνω κάτι εντελώς: Σφράγισε το μπουκάλι. – Του σφράγισαν το στόμα. 3. μτφ., δίνω τέλος σε κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφρήγιζε — σφραγίζω close pres imperat act 2nd sg (ionic) σφραγίζω close imperf ind act 3rd sg (ionic) σφρηγίζω close pres imperat act 2nd sg σφρηγίζω close imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφρηγίζετο — σφραγίζω close imperf ind mp 3rd sg (ionic) σφρηγίζω close imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσφραγίζω — (AM ἐνσφραγίζω, Α και ιων. τ. ἐνσφρηγίζω) [σφραγίζω] τυλίγω κάτι και το σφραγίζω αρχ. σφραγίζω, τοποθετώ έγκυρη σφραγίδα …   Dictionary of Greek

  • συσφραγίζω — Α [σφραγίζω] 1. σφραγίζω μαζί με κάποιον 2. μέσ. συσφραγίζομαι α) σφραγίζω και υπογράφω συγχρόνως β) επισυνάπτω …   Dictionary of Greek

  • σφράγισμα — το, ΝΑ [σφραγίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας 2. (κατ επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο νεοελλ. 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με… …   Dictionary of Greek

  • σφραγισμός — ὁ, Α [σφραγίζω] 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, σφράγισμα …   Dictionary of Greek

  • κατεσφραγισμένα — κατεσφρᾱγισμένα , κατά σφραγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”